- ἐπιμιξία
- ἐπιμῑξίᾱ , ἐπιμιξίαfem nom/voc/acc dualἐπιμῑξίᾱ , ἐπιμιξίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιμιξίᾳ — ἐπιμῑξίαι , ἐπιμιξία fem nom/voc pl ἐπιμῑξίᾱͅ , ἐπιμιξία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμιξία — η (AM ἐπιμιξία και ἐπιμειξία Α και ἐπιμιξίη) [επίμικτος] η διασταύρωση δύο ομάδων, φυλών ή λαών με επιγαμία νεοελλ. τεχνική αναπαραγωγή ζώων με την ένωση δύο αναπαραγωγέων που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές αρχ. μσν. 1. επικοινωνία, συνάφεια,… … Dictionary of Greek
ἐπιμειξία — ἐπιμειξίᾱ , ἐπιμειξία mixing with fem nom/voc/acc dual ἐπιμειξίᾱ , ἐπιμειξία mixing with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐπιμειξίᾱ , ἐπιμιξία fem nom/voc/acc dual ἐπιμειξίᾱ , ἐπιμιξία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμειξίαι — ἐπιμειξίᾱͅ , ἐπιμειξία mixing with fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιμιξία fem nom/voc pl ἐπιμειξίᾱͅ , ἐπιμιξία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμειξίας — ἐπιμειξίᾱς , ἐπιμειξία mixing with fem acc pl ἐπιμειξίᾱς , ἐπιμειξία mixing with fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπιμειξίᾱς , ἐπιμιξία fem acc pl ἐπιμειξίᾱς , ἐπιμιξία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμειξίᾳ — ἐπιμειξίᾱͅ , ἐπιμειξία mixing with fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιμειξίαι , ἐπιμιξία fem nom/voc pl ἐπιμειξίᾱͅ , ἐπιμιξία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμιξίαι — ἐπιμῑξίαι , ἐπιμιξία fem nom/voc pl ἐπιμῑξίᾱͅ , ἐπιμιξία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμιξίας — ἐπιμῑξίᾱς , ἐπιμιξία fem acc pl ἐπιμῑξίᾱς , ἐπιμιξία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαγυάρος — ο στον πληθ. οι Μαγυάροι φιννοουγγρικός λαός που ζει κατά το μεγαλύτερο μέρος του στη Δημοκρατία τής Ουγγαρίας, εισέβαλε στην κοιλάδα τού Δούναβη τον 9ο αιώνα και έφθασε ώς τη Γαλλία, ήλθε σε επιμιξία με τους Σλάβους και τους Γερμανούς και… … Dictionary of Greek
αδιασταύρωτος — η, ο [διασταυρώνω] 1. αυτός που δεν διασταυρώνεται, που δεν συναντάται ή δεν ενώνεται με άλλον («αδιασταύρωτες πληροφορίες») 2. (Βιολ.) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε τεχνητή επιμιξία, σε διασταύρωση με άλλη φυλή ή άλλο είδος για βελτίωση τών… … Dictionary of Greek